- άπευκος
- -η, -ο (Α ἄπευκος, -ον)νεοελλ.(για τόπο) ο χωρίς πεύκααρχ.(για δέντρο) αυτό που δεν έχει ρετσίνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄπευκα — ἄπευκος without resin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπευκοτέρα — ἀπευκοτέρᾱ , ἄπευκος without resin fem nom/voc/acc comp dual ἀπευκοτέρᾱ , ἄπευκος without resin fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)